- ὀμιχῶ
- ὀμῑχῶ , ὀμιχέωpres subj act 1st sg (attic epic doric)ὀμῑχῶ , ὀμιχέωpres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ομιχώ — ὀμιχῶ και μιχῶ, έω και ὀμίχω (Α) βλ. ομείχω … Dictionary of Greek
ομείχω — ὀμείχω και ὀμιχῶ και μιχῶ, έω (Α) ουρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὀμείχω ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *meiĝh «ουρώ» με προθεματικό φωνήεν ὁ και συνδέεται με αρχ. ινδ. mehati «ουρώ», αβεστ. maēzaiti, αρχ. νορβ. mīga κ.ά. Η συνηρημένη μορφή τού τ. ὀμιχῶ (και μιχῶ,… … Dictionary of Greek
μιχώ — μιχῶ, έω (Α) βλ. ομιχώ … Dictionary of Greek